Μια λάμψη …(συνέχεια)

λά.jpg

Normal
0

false
false
false

EL
X-NONE
X-NONE

/* Style Definitions */
table.MsoNormalTable
{mso-style-name:»Κανονικός πίνακας»;
mso-tstyle-rowband-size:0;
mso-tstyle-colband-size:0;
mso-style-noshow:yes;
mso-style-priority:99;
mso-style-qformat:yes;
mso-style-parent:»»;
mso-padding-alt:0cm 5.4pt 0cm 5.4pt;
mso-para-margin-top:0cm;
mso-para-margin-right:0cm;
mso-para-margin-bottom:10.0pt;
mso-para-margin-left:0cm;
line-height:115%;
mso-pagination:widow-orphan;
font-size:11.0pt;
font-family:»Calibri»,»sans-serif»;
mso-ascii-font-family:Calibri;
mso-ascii-theme-font:minor-latin;
mso-fareast-font-family:»Times New Roman»;
mso-fareast-theme-font:minor-fareast;
mso-hansi-font-family:Calibri;
mso-hansi-theme-font:minor-latin;}

Καθίσαμε σε μια καφετέρια κοντά στη θάλασσα ο ένας απέναντι από τον άλλον. Παραγγείλαμε από ένα ποτό και μέχρι να έρθει απλά κοιτάγαμε τη θάλασσα. Η μέρα σε λίγα λεπτά έδινε τη θέση της στην νύχτα. Ήταν για μένα η καλύτερη ώρα για να πούμε όσα είχαμε στο μυαλό  και τη καρδιά μας. Τα μάτια του μου λέγανε τόσα πολλά που ήθελα να τ ακούσω με λόγια.

Απλώς κοιταζόμασταν χωρίς να μπορούμε να πούμε κάτι. Εγώ  αισθανόμουνα πως είχα έναν κόμπο στο λαιμό και δεν έβγαινε κουβέντα. Με αυτό τον άνθρωπο είχαμε πει τόσα πολλά από το τηλέφωνο αλλά τώρα δεν μπορούσα τίποτα να πω. Λες και δε τον ήξερα και ήταν η πρώτη φορά που μιλούσαμε σήμερα.

Ο Άγγελος προσπάθησε ν΄ ανοίξει μια κουβέντα αλλά και αυτός ήταν έξω απ΄τα νερά του. Παρατηρούσαμε λοιπόν την θάλασσα  χωρίς να μιλάμε. Αυτή την ώρα ήταν τόσο γαλήνια και τίποτα δε θέλαμε να μας διακόψει. Καθώς το σκεφτόμουνα αυτό χτύπησε το τηλέφωνο. Αισθάνθηκα πως μου έκλεβε μια δική μου στιγμή με τον εαυτό μου. Το σήκωσα αμέσως αλλά κανένας δε μου μίλησε. Άκουγα μόνο τον εαυτό μου να λέει «εμπρός εμπρός» και αισθάνθηκα πως κανένας δεν υπήρχε στην άλλη γραμμή.

 Όταν το έκλεισα ο Άγγελος ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Δε με ρώτησε για το τηλεφώνημα μόνο με σήκωσε απ’ την καρέκλα και με έβαλε να καθίσω απάνω του. Με πήρε στην αγκαλιά του και μου ψιθύρισε δύο λέξεις που ακόμα είναι χαραγμένες στο μυαλό μου, «Σ’ αγαπώ». Ακούγοντας το ένιωσα τέλεια. Ήξερα πως ήταν το μόνο που ήθελα να ακούσω εκείνη την στιγμή.

Κλεισμένη μέσα στην αγκαλιά του δεν ήθελα τίποτα άλλο. Δε μιλάγαμε μόνο ταξιδεύαμε σε ένα καράβι μόνο εγώ και αυτός αγκαλιά και δίναμε φιλιά ο ένας στον άλλον. Φτάνοντας στο νησί μου ήθελα τόσο να τον γνωρίσω στον τόπο μου και αισθάνθηκα πως θα γινόταν και δικός του τόπος. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο και για τους δύο. Σαν έρωτας κεραυνοβόλος μας ήρθε χωρίς να μας νοιάζει ο χώρος ή ο χρόνος. Θέλαμε πολύ να είμαστε οι δύο μας χωρίς να μας νοιάζει όλος ο άλλος κόσμος.

Η ώρα όμως περνούσε και εμείς ήμασταν ακόμα εκεί αγκαλιασμένοι και ταξιδεύαμε σε τόπους μαγικούς. Αισθάνθηκα πως τον ήξερα τόσο πολύ καιρό σα να είχαμε μεγαλώσει μαζί και η μοίρα τώρα μας έδειξε τι μας επιφύλασσε.

 Όμως η καφετέρια σε λίγα λεπτά θα έκλεινε. Το μάθαμε όταν ήρθε ένας σερβιτόρος και μας το είπε. Ήρθαμε στη πραγματικότητα πληρώσαμε και φύγαμε αγκαλιασμένοι. Δεν είχαμε ακόμα συνειδητοποιήσει που μας πήγαινε η μοίρα αλλά χωρίς να το πει ο ένας στον άλλον σκεφτήκαμε ότι και να είναι να το ζήσουμε.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ …

0 σκέψεις σχετικά με το “Μια λάμψη …(συνέχεια)”

Σχολιάστε