Παράγγειλα ακόμα μια βότκα και προσπαθούσα να φανταστώ τι ψέματα είχε σκαρφιστεί για να με πείσει. Φαντασία από μικρή είχα πολύ αλλά τις δικαιολογίες που έλεγαν οι άντρες σε τέτοιες περιπτώσεις δε μπορούσα να τις σκεφτώ.
Μη έχοντας κάτι άλλο να κάνω έπινα το ποτό μου ακούγοντας τη μουσική. Είχα αρχίσει να χαλαρώνω σιγά και παρατηρούσα τον κόσμο που έμπαινε και έβγαινε από το μπαρ.
Μια κοπέλα που καθόταν στο επόμενο τραπέζι μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. Ήταν ξανθιά και με πολύ έντονο βάψιμο. Πρέπει να ήταν γύρω στα 20 και φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα που μπροστά στο στήθος είχε ένα τριαντάφυλλο. Στο ένα της χέρι κρατούσε το κινητό της και στο άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Δεν πρέπει να αισθανόταν και πολύ άνετα. Έπινε σιγά σιγά το ποτό της και κοιτούσε αυτούς που μπαίνανε στο μπαρ.
Είχε κάτι το βλέμμα της που δεν ξέρω πως θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω. Τα μάτια της παίζανε αλλά συνάμα είχαν και μια μελαγχολία. Κουνούσε νευρικά το πόδι της λες και ήθελε να φύγει αλλά κάτι την κρατούσε εκεί.