Για την Έλδα, τη μονάκριβη του κόντε – Ντιμάρα, την κοντεσσίνα με τα χρυσά μαλλιά και τα ζαφειρένια μάτια, που τρέλαιναν κόσμο. Ποτέ δε θα ‘βαζε με το νού του ο Ζέππος, το παιδί του λαού, ο γιός του π ο π ο λ ά ρ ο υ πως μπορούσε ν’ αγαπηθεί από μια τέτοια πεντάμορφη αρχοντοπούλα!
Την έβλεπε πρωτύτερα στον περίπατο, στη μουσική, στο Πόρτο, στο Ψήλωμα, τη θαυμάζε κρυφά, μακάριζε τ’ αρχοντόπουλο που θα μπορούσε να της πάρει κι ένα μόνο φιλί -μα τίποτ’ άλλο.
Κοκκίνιζε και χαμήλωνε τα μεγάλα ολόμαυρα μάτια του σαν κορίτσι, όταν καμμιά φορά, στο γοργό συναπάντημα, τα ολάνοικτα, τα περίεργα γαλανά μάτια της Έλδας, τον κοίταζαν μια στιγμή με μια ανεξήγητη έκπληξη.
Το ίδιο και στο θέατρο, που την έβλεπε τακτικά, αυτός από την πλατεία, εκείνη στο θεωρείο της, το ίδιο και στον Αη-Μάρκο, τη φραγκοκλησιά, που έμπαινε κάπου…
Γρηγόριος Ξενόπουλος